- ἁλτηροβολίᾳ
- ἁλτηροβολίᾱͅ , ἁλτηροβολίαfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλτήρας — Όργανο κατασκευασμένο από λίθο, μολύβι ή σίδερο. Το χρησιμοποιούσαν οι αθλητές στην αρχαιότητα για την απόκτηση φόρας στο άλμα. Στην σημερινή εποχή α. είναι όργανο γυμναστικής των χεριών που αποτελείται από δύο βάρη, τα οποία συνδέονται μεταξύ… … Dictionary of Greek